- βαλσαμωδης
- βαλσαμώδηςβαλσαμ-ώδης2бальзамический Plin.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… … Dictionary of Greek
μύρρα — Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς… … Dictionary of Greek
αμυρίς — (amyris). Γένος αειφύλλων δέντρων ή θάμνων της οικογένειας των ρουτιδών, ιθαγενών της Κεντρικής Αμερικής και της Ινδίας. Έχουν φύλλα σύνθετα και, πιο σπάνια, απλά. Τα άνθη τους είναι λευκά και σχηματίζουν μασχαλιαίες ή επάκριες σταχυόμορφες… … Dictionary of Greek